- ανθοκομείο(ν)
- το оранжерея
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανθοκομείο — το κήπος με επιστημονικές καλλιέργειες ανθοφόρων και γενικά, διακοσμητικών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον δημοσιογράφο και ποιητή Ιωάννη Ισιδωρίδη Σκυλίτση] … Dictionary of Greek
ανθοκομείο — το τόπος στον οποίο καλλιεργούνται συστηματικά τα λουλούδια: Είχαν ένα από τα καλύτερα ανθοκομεία στην περιοχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… … Dictionary of Greek
βουτυροκομείο — το εργαστήριο παρασκευής βουτύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουτυροκόμος (πρβλ. ανθοκομείο, νοσοκομείο, τρελοκομείο κ.ά.). Η λ. βουτυροκομείον μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Νικολάου Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek